- κινναβαρίτης
- ο(ορυκτ.) το κιννάβαρι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιννάβαρι ή κινναβαρίτης — Ορυκτό του υδραργύρου, με χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα (ολοαξονική ημιεδρία). Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών, έχει χρώμα άλικο, κόκκινο, καστανέρυθρο, μαύρο ή μεταλλικό μολυβδόφαιο,… … Dictionary of Greek
κιννάβαρι — το (ΑΜ κιννάβαρι, εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ) θειούχο ορυκτό τού υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης μσν. 1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό 2. κόκκινο μελάνι αρχ. ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek